30 Ιαν 2018

Έρευνα: "Αναφιώτικα: Η γειτονιά της Αθήνας"

Γράφει ο Ηρακλής Ζαχαριάδης

"Αναφιώτικα": Η γειτονία της Αθήνας


Στη σκιά του Ιερού Βράχου, η Πλάκα, η παλαιότερη συνοικία των Αθηνών, είναι ένας σιωπηρός μάρτυρας που άντεξε στους αιώνες. Πολλοί από εμάς ξέρουμε κάποια από τα στέκια ή τα στενά της, όμως λίγοι χαίρονται τα κρυμμένα της μυστικά. Κάνοντας μια όμορφη βόλτα θα δει και θα θαυμάσει 27 πλακιώτικες αυλές και εσωτερικά σπίτια  με πολιτιστικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Εμείς κάναμε την βόλτα μας με 33 βαθμούς και με αυτούς τους βαθμούς αποτολμήσαμε μια κατάδυση στην Αθηναϊκή ιστορία. Θα δείτε και θα θαυμάσετε το Αρχοντικό των Μπενιζέλων του πιο παλιού σπιτιού της πρωτεύουσας, θα δείτε και θα θαυμάσετε  την εκκλησία του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά, επίσης θα δείτε από κοντά την αυλή του 1ου Πειραματικού Γυμνασίου, το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς, την εταιρεία φίλων του Παναγιώτη Κανελλόπουλου τη Σχολή Χιλλ και επίσης στην οδό Τριπόδων 27 και Βύρωνος 16 θα δείτε δύο οικίες και άλλα πολλά. Επίσης θα δείτε την εκκλησία της Αγίας Άννας που μέσα εκεί είναι η Παναγία η Χρυσοκαστριώτισσα. Επίσης στα Αναφιώτικα θα δείτε την εκκλησία του Αγίου Συμεών.
Εκκλησία Αγίου Νικολάου (φωτό 2)
Αρχοντικό Μπενιζέλων (φωτό 1)












ΑΝΑΦΙΩΤΙΚΑ
Ένας συνοικισμός, με μία μεγάλη ιστορία, που πάνω από διακόσια χρόνια ζει σκαρφαλωμένος στο κάστρο της Ακροπόλεως. Πάμε για ένα ταξίδι σε ένα «νησί»  του Ανατολικού Αιγαίου.

Αν είχα την δυνατότητα να προσγειωθώ στην περιοχή «Αναφιώτικα» Πλάκας, όπως έρχομαι από την Κύπρο θα ένιωθα ότι βρίσκομαι πολύ μακριά από την χιλιοτραγουδισμένη «Αθήνα» μας, κάπου στην καρδιά του Αιγαίου μας με το απέραντο γαλάζιο. Και όμως, πρόκειται για μία συνοικία ακριβώς στο κέντρο της πόλης, κάτω από την σκιάν της Ακρόπολης. Εκεί που στέκονται τα κτίρια σκαρφαλωμένα ως τις ρίζες του αρχαίου κάστρου στους βορεινούς πρόποδες του Βράχου της Ακροπόλεως ακριβώς απέναντι  από το καινούργιο μουσείο. Εκεί υπάρχουν μικρά σπιτάκια, χαμηλά, ιδιόμορφα, που ελίσσονται μέσα σε ένα λαβύρινθο από ανθοστόλιστα ολοκάθαρα δρομάκια με σκαλοπάτια και ανθοστόλιστες αυλές  σαν ένα όμορφο νησιώτικο χωριό. Εκεί οι κάτοικοι νιώθεις ότι ζουν ομαδικά, σαν μια πολυάνθρωπη οικογένεια.
Τα στενά δρομάκια, τόσο στενά, που δύσκολα μπορεί κανείς να περπατήσει και ακόμη δυσκολότερα  να προσανατολιστεί, διαγράφουν την ισχνή σιλουέτα τους ανάμεσα στις ανθοστόλιστες αυλές και τους κήπους με τα βασιλικά και τα γεράνια. Η πόρτα του ενός σπιτιού  βλέπει κατάφατσα στο παράθυρο του άλλου, η κουβέντα στο μικρό σπιτάκι γίνεται κοινό μυστικό. Ο ψίθυρος είναι αδύνατο να προφυλαχθεί ούτε από την στενότητα του χώρου ούτε από την λεπτότητα του τοίχου!
Στα πεζούλια καθιστές στις αυλόπορτες οι γερόντισσες και οι νιες αλέθουν τον καφέ τους στο χαλκωμένο μύλο. Οι κοπέλες πιο πέρα πίνουν τον μυρωδάτο, φρεσκοαλεσμένο καφέ τους μεταξύ κουτσομπολιού και αγωνίας να τους πει η γειτόνισσα που ξέρει από «τύχη» να τους διαβάσει το φλιτζάνι! Και οι… κοπέλες όσων το χαμόγελο δεν μαράθηκε το γέλιο από τη συγκατοίκηση χαμογελούν περνώντας τις κλωστές στο κέντημά τους. Τα σπιτάκια πληθαίνουν, οι κληματαριές, τα δενδρολίβανα, ο δυόσμος (τι ωραία που μυρίζει!) και κείνο το όμορφο γιασεμί που μοσχοβολάει όλη μέρα και ειδικά τα δειλινά σαν σε συμφωνική ορχήστρα που ξαφνικά ανοίγει στα δύο για να περάσει ο μαέστρος, έτσι και τώρα ο άνεμος ανοίγει στα δύο για να περάσει η όμορφη μυρωδιά του χιλιοτραγουδισμένου γιασεμιού…
Τα μικρά σπιτάκια των Αναφιώτικων νοικοκυρεμένα και φροντισμένα, επιζούν από μίαν εποχή που συνδέεται άμεσα με την ιστορία της Παλιάς Αθήνας. Έχουν σκαρφαλώσει στα βράχια με συστολή και σεμνότητα  διακινδυνεύοντας μια μικρούλα θέση κάτω από τον ήλιο της Αττικής.
Εκτός λοιπόν από την ιστορία τους, μας παραξενεύει στα Αναφιώτικα το όνομά τους. Πράγματι συνδέονται με το μικρό νησί των Κυκλάδων την Ανάφη.
Τα Αναφιώτικα δημιουργήθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα στην βορειοανατολική πλευρά του βράχου της Ακρόπολης από εργάτες και μαστόρους που έφτασαν από τις Κυκλάδες  στην πρωτεύουσα και κυρίως από την Ανάφη, για να εργαστούν ως χτίστες, εργάτες, καλλιτέχνες  στην ανέγερση των Ανακτόρων του Όθωνα και στην ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας. Και όπως ήταν αναμενόμενο, η συνοικία χτίστηκε στο ύφος των κυκλαδίτικων οικισμών διατηρώντας ακόμη και σήμερα το νησιώτικο χρώμα της, με σπίτια, λευκά και αυλές, σοκάκια, σκαλοπάτια, αλλά και γλάστρες με βασιλικούς και μπουκοβίλιες, γιασεμί και κληματαριές…
Η παραδοσιακή συνοικία της Πλάκας δημιουργήθηκε από τους νησιώτες οικιστές Δαμίγο και Σιγάλα από την Ανάφη. Ήταν οι πρώτοι που κατέφθασαν στην περιοχή άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους μέσα στη νύχτα με τρόπο παράνομο στην συγκεκριμένη περιοχή  και εν συνεχεία ακολούθησαν και άλλοι.
Μην μπλέκεται τα Αναφιώτικα με την Πλάκα. Τα Αναφιώτικα περιορίζονταν αυστηρά στις ρίζες των βράχων. Η Πλάκα, η παλιά βέβαια Πλάκα, κατέβαινε έως κάτω και της άρεσε η επίδειξη. Είχε σπίτια άνετα, σπίτια βγαλμένα μέσα από τη σκέψη του Αρχιτέκτονα και συνήθως διέθετε πιο ευρύχωρους δρόμους. Τα Αναφιώτικα όμως παρέμεναν φωλιές συμπληρωματικές, ταπεινών ανθρώπων, φωλιές που πολλές φορές χώνονται στα βαθουλώματα των βράχων και άλλες φορές ξεμυτίζουν σαν φοβισμένα.
Τα Αναφιώτικα βρίσκονται ακριβώς στη θέση του Αρχαίου Πελασγικού τείχους. Παλιός Δελφικός χρησμός που είχε απαγορεύσει στους Αθηναίους  να κατοικήσουν στην περιοχή αυτή. Όμως κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ο Αρχιδάμος μπήκε στην Αττική και οι κάτοικοι των έξω Δήμων αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο Άστυ. Τότε οι Αθηναίοι λόγω ελλείψεως του χώρου και της ελλείψεως στέγης  αναγκάστηκαν να ξεχάσουν την απαγόρευση του Δελφικού χρησμού και να επιτρέψουν τον συνοικισμό του «Πελεσγικού» όπως αναφέρει ο Αντρέας  Καρκαβίτσας. Στο παλιό του γραπτό «Άγνωστοι Αθήνας». Αυτός λοιπόν ο «συνοικισμός» του «Πελεσγικού» υπήρχε μέχρι και την Τουρκοκρατία. Εκεί κατοικούσαν οι μαύροι δούλοι και οι τεχνίτες. Με την επανάσταση όμως του 1821 όλη η πόλη μετεβλήθηκε σε ερείπια και τότε έπαψε να υπάρχει.
Αργότερα η Ελλάδα έγινε βασίλειο και ήρθε από την πατρίδα του ο Όθωνας, ο οποίος στάλθηκε από τις «Προστάτιδες δυνάμεις» για να βασιλεύση. Το 1834 ως γνωστό η Αθήνα μας «το κλεινόν του Περικλέους Άστυ», έγινε η πρωτεύουσα  του Κράτους. Έτσι αρχίζει να ανοικοδομείται η πόλη, να αναπτύσσεται και τότε εμφανίζεται η έλλειψη στέγης για τους φτωχούς κατοίκους. Είναι τότε που φέρνουν καλούς μαστόρους.
ΑΝΑΦΙΩΤΙΚΑ6.pngΤότε είναι που εμφανίζονται οι χτίστες- μάστοροι από την Ανάφη για να εργαστούν στην ανέγερση των ανακτόρων του Όθωνα και στην ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας.
Μία νύχτα...

Μίαν αυγή ξεφυτρώνουν δύο «σπίτια» επάνω από την εκκλησίαν του Αγίου Νικόλα  του Ραγκαβά στους βορεινούς πρόποδες της Ακροπόλεως. Είχαν μικρές πόρτες, στενά παράθυρα, στέγες χωρίς κεραμίδια. Είχαν την αρχιτεκτονική αντίληψη των νησιώτικων σπιτιών αφού τα έκτισαν ο ξυλουργός Γεώργιος Δαμίγος και ο κτίστης Μάρκος Σιγάλας και οι δύο Αναφιώτες. Επειδή υπήρχε διάταγμα που απαγορευόταν αυστηρά την οικοδόμηση, στο χώρο εκείνο, γι’ αυτό το χτίσιμο έγινε νύχτα. Το νερό το κουβάλησαν από τη βρύση που βρισκόταν κοντά στην Μητρόπολη με τενεκέδες αφού να φανταστείτε  ούτε τα ζώα δεν μπορούσαν να ανεβούν στους απότομους βράχους. Έτσι σιγά-σιγά οι βράχοι κάθε νύχτα γέμιζαν  από σπίτια… με αποτέλεσμα να μην χτίζονται άλλα και τότε αποφάσισαν να χτίσουν και μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και κατόπιν επισκεύασαν τον παλιό και παραμελημένο Άγιο Συμεών. Και όλα αυτά γιατί η κρίση στέγης για τους φτωχούς ήταν πολύ ηυξημένη. Όπως ήταν αναμενόμενο η παράνομη εγκατάσταση των μαστόρων προκάλεσε αντίδραση των επισήμων φορέων και ξεκίνησαν προσπάθειες κατεδάφισης του μικρού οικισμού. Γύρω στα 1790 γκρεμίστηκαν 20 σπίτια, ενώ και σήμερα ο επισκέπτης , βλέπει ακόμη άνθη κάτι που οι άνθρωποι αυτοί ήθελαν, όση γη μπορεί να μείνει ελεύθερη από τους βράχους  να φυτευθούν παντού ακόμη και σε γλάστρες… Αργότερα ο χώρος απαλλοτριώθηκε αλλά οι κάτοικοι παραμένουν εκεί… Σήμερα ο οικισμός αποτελείται από εξήντα σπίτια, από τα οποία 15 από αυτά χρησιμοποιούνται  από την αρχαιολογική υπηρεσία ενώ τα υπόλοιπα σαράντα κατοικούνται είτε από συγγενείς των πρώτων κατοίκων είτε από απλούς καταληψίες.


Μετά από όλα αυτά οι κάτοικοι έπρεπε να δώσουν ένα όνομα στον συνοικισμόν τους. Κάποιοι σκέφτηκαν το όνομα «Νυχτοχώρι» και τούτο γιατί χτιζόταν νύχτα σε νύχτα. Όμως οι πρώτοι οικιστές  Δαμίγος και Σιγάλας  επέμειναν και ονομάστηκαν «Αναφιώτικα» για να τους υπενθυμίζει και να νοσταλγούν το γενέθλιον νησί τους.
Κοινή παραδοχή σχετικά με τα Αναφιώτικα είναι ότι αποτελούν μια πραγματική όαση στην καρδιά της πολύβουης Αθήνας, σαν μια «ζωγραφιά κάτω από το σπουδαίο αρχαίο μνημείο». Ένας άλλος συγγραφέας το χαρακτηρίζει σαν μια γραφική λιλιπούτεια συνοικία της Αθήνας.
Βεβαίως μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 εγκατεστάθηκαν στην περιοχή Μικρασιάτες πρόσφυγες εμπλουτίζοντας την σύνθεση του πληθυσμού. Και φυσικά όταν μιλάμε για τα οικήματα έχουν επιφάνεια από 8 έως 36 τ.μ.
Σήμερα οι κάτοικοι είναι περίπου άνω των 70 ετών και ανάμεσά τους να είναι 3-4 παιδιά. Τα μπλε παραθυρόφυλλα μισοκλείνουν στο μεσημεριανό ήλιο κάτι που μας παραπέμπει σε κυκλαδίτικο νησί. Από μέσα διακρίνεται ένα ολόλευκο κέντημα κουρτινάκι. Τέτοιες εκπλήξεις θα συναντήσει κάποιος που θα περπατήσει πίσω από κάθε στροφή, κάθε μικρού στενού δρομάκου. Πράγματι σ’ αυτή τη γειτονιά θα θαυμάζεται τις γεμάτες λουλούδια γλάστρες που είναι στις άκρες του δρόμου όπως τα ξύλινα παγκάκια. Δεν ανήκουν σε κανέναν τις ποτίζουν όλοι γιατί είναι στολίδια της γειτονιάς…
Όταν σήμερα περπατάμε στα μονοπάτια των Αναφιώτικων που περισσότερο μοιάζουν με σκάλες που χρησιμεύουν για να συγκοινωνούν τα σπίτια διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ένας χαρακτήρας διαφορετικός στη φυσιογνωμία του χώρου και μία χρονική διάρκεια. Οι χαμηλές πόρτες, τα μικροσκοπικά παραθυράκια, περιβάλλουν ένα ολόκληρο εργατόκοσμο συμπαθεί και ταπεινό.
Η στενότητα του χώρου επιτρέπει την παρατήρηση στον επισκέπτη χωρίς καμία από μέρους του προσπάθεια… Μέσα στα χαμηλοτάβανα και ισχνά δωμάτια διακρίνονται τα εικονοστάσια της ευλάβειας με τις μαυρισμένες εικόνες και τα ξυλόγλυπτα πλαίσια. Τα φτηνά έπιπλα, τα λαϊκά στολίδια των τοίχων τα σιδερένια κρεβάτια με τα χάλκινα πόμολα είναι εκεί και μας περιμένουν για να τα δούμε και να μας περιδιαβάσουν, σε μια άλλη εποχή. Η κλασσική στεφανοθήκη με τα στεφάνια του γάμου. Οι κότες να κακαρίζουν (όσες φυσικά έχουν απομείνει) πίσω από το συρμάτινο πλέγμα που φράζει μια τόσο διάθεση.
Ναι και οι φωνές πιτσιρικάδων που παίζουν σβώλους και κουτσό, κυνηγητό, κρυφτούλι… και οι γριούλες που φροντίζουν τις κοινές γλάστρες της γειτονιάς και τα μυρικαστικά.
Ακόμη και σήμερα που πέρασα και εγώ μετά από τόσα χρόνια τα λουλούδια είναι εκεί… και περιμένουν τους ανθρώπους για να τα επισκεφθούν και να δώσουν το παρών τους ότι… έλαβε ήμαστε εδώ και σας περιμένουμε. Οι κληματαριές σκεπάζουν τους τοίχους.  Πράγματι είσαι σε ένα μεγάλο χωράφι, γεμάτο τριανταφυλλιές, πανσέδες, γεράνια, πεζούλια, μολόχες, στολίζουν τα ασβεστωμένα πεζούλια και τα όμορφα ασβεστωμένα σπίτια με τα ποικίλα χρώματα με περισσότερο το νησιώτικο βαθύ μπλε της θάλασσας που κυριαρχεί. Να μην σας γράψω για το δενδρολίβανο και το βασιλικό που ευωδιάζει.
Τα Αναφιώτικα κόλλησαν στους βράχους της ιστορικής μας Ακρόπολης όπως οι πεταλίδες στα βράχια της μαρτυρικής μας Κύπρου και της Ανάφης με τους «μαστόρους» της πέτρας.
Ένας μικρόκοσμος που ζει και πορεύεται σε μια γωνιά της παραμορφωμένης από την οικοδομική παραμόρφωση της όμορφης Αθήνας μας.
Είναι μια όαση στην καρδιά της Αθήνας. Είναι μια ζωγραφιά κάτω από το αρχαίο μνημείο στο τέλος της διαδρομής ίσως να είναι το καλύτερο σημείο. Η θέα είναι μαγική καθώς από εκεί ο επισκέπτης, βλέπει ολόκληρο το λεκανοπέδιο και απέναντί του βλέπει να ορθώνεται ο Λυκαβηττός με τον Άι Γιώργη καθώς ο επισκέπτης νιώθει ότι βρίσκεται σε ένα ήρεμο νησί κάπου στο Αιγαίο.
Με τόσα διατηρητέα κτίρια είναι η μοναδική περιοχή της Αθήνας που σε τέτοια μικρή έκταση μπορείς να δεις την πόλη όπως ήταν πριν 100 χρόνια. Αυτή η αίσθηση ότι ο χρόνος έχει σταματήσει σε συνδυασμό με την αντικειμενική ομορφιά του τοπίου αφού κάποιος που θα κάνει την βόλτα του θα επισκεφθεί τις εκκλησίες, θα επισκεφθεί μουσεία, γκαλερί και φυσικά κατεβαίνοντας να πιει καφέ στο πιο όμορφο ελληνικό καφενείο το επονομαζόμενο «ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ» λίγο πιο κάτω από τα Αναφιώτικα. Για αυτό αγαπάμε αγαπητοί αναγνώστες την χιλιοτραγουδισμένη μας Αθήνα.
Τα Αναφιώτικα κατόρθωσαν και κατάφεραν να επιζήσουν με πείσμα και μόχθο ενός ολόκληρου κόσμου που κούρσεψε νύχτα τα βράχια, για να μπορεί να κλείσει την δική του τη φωλιά κάτω από τον ήλιο της Αθήνας. Είναι η γειτονιά με το δικό της χρώμα όπως ο Άλκης Ράφτης (πρόεδρος του θεάτρου Δώρα Στράτου και Πανεπιστημιακός δάσκαλος).

Παραμένει μας λέγει ο κος Ράφτης η ωραιότερη γειτονιά της πόλης… Εγώ ζω εδώ τα τελευταία σαράντα χρόνια και επειδή είμαι ρομαντικός δεν θα μπορούσα να ζήσω σε άλλη γειτονιά. Ελάτε λοιπόν όλοι εδώ στα Αναφιώτικα για να ονειρευτείτε…