15 Οκτ 2022

ΘΟΔΩΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ- 10 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 



ΩΡΙΜΟΤΗΣ

 

Έγινα καθαρό νερό,

μπορείτε να με πιείτε,

τα χέρια σας να πλύνετε,

τα παχουλά μωρά σας.

 

Έγινα αέρας βραδινός,

ρίξτε μου τον καπνό σας

απ’ τα φτηνά τσιγάρα σας

που όλο ακριβαίνουν.

 

Μαύρο αηδόνι έγινα,

παντού τριγύρω θάμνοι,

δίχως δέντρα, να υμνήσω

και πουλιά, για να μιλήσω.

*

 

Χίλιοι δύο φασισμοί

σοβαροί μα γελαστοί.

Είναι αίμα και φυλή,

είναι εικόνα μαγική,

σαν ουράνιο νησί

που ήρεμα πλέει προς τον ήλιο.

 

Χίλιοι δυό ελευθερωτές,

με γελάκια και κραυγές,

κι όλοι ζουν σαν ασκητές

κι όλοι δίνουν συμβουλές.

*

 

Τα βιβλία έχουν καεί

η χρονιά έχει χαθεί.

*

 

ΚΟΥΝΕΛΑΚΙΑ

 

Έκανε η κουνέλα 12 μικρά,

έφαγε τα πέντε, να ζήσουν τα εφτά.

*

 

ΠΛΗΡΕΣ ΠΡΩΙΝΟ

 

Δυστυχισμένη ύπαρξη

μια νύχτα μου χαρίζει,

κάνω, να φύγω το πρωί,

μα κάτι με κρατάει.

 

Λέει, θα φτιάξει πρωινό,

αλλά δεν έχει γάλα,

στον φούρνο της πετάγομαι,

κι όταν γυρίζω, κλαίει.

 

Ο δίσκος της στο πάτωμα,

αηδόνια ραγισμένα,

ήτανε δώρο απ’ τη γιαγιά,

 τι θα της πει, δεν ξέρει.

 

Κι όπως μαζεύει τα γυαλιά,

τα μάτια της σκουπίζω,

όμως αυτό δεν της αρκεί,

τα πάντα μου ζητάει.

 

Τα τίποτά μας σμίγουνε

στην πρωινή λιακάδα,

είναι η τελευταία φορά,

μα μόνο εγώ το ξέρω.

*

 

ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΙΓΥΠΤΟΥ

 

Σμαραγδένια λίμνη

μέσα στην Αθήνα,

κάτουρα και κρίνα,

ψάρι ούτε για δείγμα.

 

Τρίτο μου μεθύσι,

κι είμαι ακόμα δεκάξι,

κάτι δεν θ’ αλλάξει,

άμα δεν θα πιώ.

*

 

ΚΑΚΟΜΟΙΡΗ ΣΚΙΑ

 

Ευγενικά περπάταγε η σκιά μου

και από ‘μενα πιο ευγενικά,

καθρεφτιζόταν στις πινακίδες

που αλλάζανε,

έσμιγε με τις άλλες τις σκιές.

Και να σκεφτείς, πως στην αρχή

δεν ήθελε να βγει

κι εγώ της έλεγα

«έλα, χαζούλα, έλα

τα κόμικς δεν έγιναν κατάμαυρα ακόμα,

η disney δεν θα ιδρύσει ακόμα κράτος,

ο ήλιος θα σου δώσει κι άλλη παράταση»

Όμως αυτή από καιρό έχει χάσει

ως και το μαύρο της το χρώμα,

τώρα γκρίζο, γκρίζο πηχτό,

απ’ αυτό που διαλέγουν για τα αμάξια

κι ένας σβησμένος ήλιος για πνευμόνι.

*

 

ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΣ

 

Συλλαμβάνω στιγμές

Τις φυλακίζω

Τις βασανίζω

Τις κάνω να μου πουν

ό, τι θέλω ν’ ακούσω

Ό, τι πριν ήτανε μικρό

τώρα μοιάζει μεγάλο

Τον χρόνο τον χαράζω

να μοιάζει γελαστός

Αλλά στο τέλος δεν μπορώ

Τις λυπάμαι

Τις αφήνω

*

 

ΕΓΩ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ

 

Μυρμήγκια μες στα πόδια μου,

δεν ξέρω, τι να κάνω.

 

Αν τα πατήσω, θα έχω τύψεις,

μα κι αν προσέχω διαρκώς,

το βήμα μου θα χάσω.

*

 

ΓΚΑΙΤΕ ΑΠ’ ΤΟΝ ΆΛΛΟ ΚΟΣΜΟ

 

Ο βασιλιάς της Θούλης,

όταν θ’ αναστηθεί,

θα κλαίει και θα γελάει,

που γύρισε στη γη.

 

Θα ψάξει το ποτήρι,

μα όλα πλαστικά,

θα πιεί λίγο κρασάκι

γεμάτο χημικά.

 

Κι η Θούλη αλλαγμένη,

γέμισε με πανσιόν,

γιαγιάδες που σαπίζουν

και κλάματα παιδιών.

*

 

12 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Πήρα 12 ποιήματα,

τα έβαλα σε στοίχο,

τους φόρεσα όμοιες στολές,

τα έμαθα ν’ ανασαίνουν κι απ’ τη μύτη κι απ’ το στόμα,

τι νιώθουνε να μην αναρωτιούνται,

τους διάλεξα γυναίκες και παιδιά,

τα σπίτια τους ο ίδιος διακόσμησα,

τους δίδαξα ορθοφωνία, διπλωματία,

πώς να γοητεύουν, δίχως να έχουνε ουσία,

τους χάρισα μια σύντομη ζωή,

μα έλα που αυτά πιστέψανε στην αθανασία,

από καλές προθέσεις το οικοδόμημα,

κι αυτά να κλαίνε, που έμειναν μισά

*