Από Έλενα Παπαθανασοπούλου
Η Μαρία Βρανά Παπάλα γεννήθηκε το 1968 στην Μυτιλήνη, νησί με παράδοση αιώνων στην
ποίηση. Από εκεί αναδύεται και η ποίηση της συγγραφέως της Ανεμόεσσας Αιολίδας, γεμάτη
λυρισμό, κεντημένη με τα τοπία, πασπαλισμένη θαρρείς με τα κύματα του Αιγαίου, και
μεταφέροντας την αύρα της ζωντανοσύνης. Η ζωντανοσύνη αναδεικνύεται ιδιαίτερα μέσα από
την δημιουργική και ευρηματική διαχείριση της γλώσσας, η οποία πλάθεται ξανά και ξανά από
την πένα της ποιήτριας. Η γλώσσα περιτυλίγει όλα τα σχήματα ομοιοκαταληξίας ή ελεύθερης
άλλοτε γραφής. Τα θέματα που περιλαμβάνει η Ανεμόεσσα Αιολίδα (τρίτος τόμος)
περιλαμβάνουν διηγήσεις και σκέψεις γύρω από τις ανά τους αιώνες περιπέτειες της πατρίδας
μας, μια ξενάγηση σε διάφορα ζητήματα της ζωής, και ο πάντα επίκαιρος έρωτας.
Στην ενότητα για την πατρίδα, της οποίας «γράφτηκαν τ’ ακροσύνορα μ’ αιμάτινο μελάνι», η
ποιήτρια καταθέτει τον πόνο της για διάφορες στιγμές και τόπους της ελληνικής ιστορίας. Η
Κύπρος γίνεται «Δίκορφο Κυπαρίσσι», το Βυζάντιο και η Κωνσταντινούπολη αναδύουν
«Βοσπορινές αναπνοές», ο αιματοκυλισμένος Πόντος, όπου «τον πόνο μου μηδέ οι θάλασσες
δεν τον χωρούν». Η Μικρασία. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνεται ποίηση εμπνευσμένη από
τους σεισμούς που έφερε στην χώρα μας ο Χιτλερικός «Εγκέλαδος» με τις εκατόμβες θυμάτων
και τις θυσίες που απαιτήθηκαν.
Εκτός όμως από τις περιπέτειες της ιστορίας, στα θέματα για την πατρίδα, περιλαμβάνονται και
ύμνοι για τις ομορφιές των νήσων του Αιγαίου, Λέσβος, Μύθημνα στην Λέσβο, καθώς τον πόνο
της ξενητειάς, όταν οι άνθρωποι πρέπει να αποχωριστούν την μάνα γη και τις ρίζες τους. Τότε
μιλά η ελπίδα, που «κι αν η σεπτή μιλιά σου κάποτε ψυχορραγεί/και μοιάζει κόρη που
λυσσίκομη στη γη σκορπιέται/πάντα θα βρίσκει σώματα θεών νεοπαγή/και σαν μετάληψη μες
απ’ το φως τους θα γεννιέται».
Στην ενότητα για την ζωή, η ποιήτρια ασχολείται με διάφορα θέματα ηθικού και υπαρξιακού
χαρακτήρα. Την απασχολεί ο πανδαμάτωρ χρόνος που αέναα κυλά, αλλά ενώ εκείνο που
χάνεται φεύγει σε μια στιγμή κι εκείνο που έρχεται δεν έχει εμφανιστεί ακόμα, το παρόν είναι
πάντα το μόνο που μένει και κυριαρχεί, «και πάντα το παρόν θα μοιάζει/της κάθε μας στιγμής ο
βασιλιάς». Μαζί με τον θάνατο έρχονται και οι ενατενίσεις της ζωής και του θανάτου, «δεν
ξέρω πια ο νους μου τι ζητά/μες στα κρυφά του νυχτομιλητά/ζωής μου εισιτήριο στη γη/ή
πάσο στου θανάτου τη σιγή». Και «περνάμενο κι αγύριστο το χτες και το προχτές/ σαν
εμπαιγμός του ψεύτη βίου του συντόμου».
Μέσα στην ζωή υπάρχουν και άλλα, ποικίλα θέματα, όπως η ασθένεια και ο πόνος , η φτώχεια,
η αδικία, η ελπίδα και το όραμα, που πάντα η ποιήτρια κρατά ζωντανό και όπως λέει, «κι αν οι
βοριάδες ανονείρευτη με θέλουν στη ζωή/εγώ ονειρευτής θα ζήσω», η Δικαιοσύνη, «να
γίνουμε της γης ρομφαιοφόροι/τρανοί προστάτες της σημαιοφόροι/κι ιππότες της κοινής
δικαιοσύνης».
Ανάμεσα στα θέματα που θίγει για την ζωή, η Μαρία Βρανά Παπάλα κρατά μια ιδιαίτερη θέση
στο θέμα της αποδοχής, την οποία θεωρεί, όπως σχολιάζει, προέκταση της αγάπης. Η αποδοχή
είναι βαθύτατα φιλοσοφημένη έννοια, ελάχιστα συζητημένη στην ποίηση, και δύσκολο ακόμα
για πολλούς ανθρώπους να την διαχειριστούν και να δουν τις θετικές προεκτάσεις της, καθώς
και την ωριμότητα που συνεπάγεται. Είναι ενδιαφέρον μάλιστα που η αποδοχή είναι το
τελευταίο ποίημα της ενότητας για την ζωή, πράγμα που συνοδεύει μια πραγματικότητα: ότι
αυτή κατακτιέται δύσκολα. Είναι επίσης ενδιαφέρουσα για τον αναγνώστη η θέση του
ποιήματος ακριβώς πριν από την ενότητα Έρωτας, που ακολουθεί αμέσως μετά. Ο έρωτας
είναι εκ φύσεως ανυπόμονος και αποτελεί πρόκληση για την ψυχή.
Στην ενότητα για τον Έρωτα, η ποιήτρια γράφει με καημό, συχνά μάλιστα με πόνο, όπως όταν
λέει, «μα την δική μου την καρδιά καημός μια δεν αγγίζει/γιατί ‘ναι ολόκληρη καημός κι αυτός
την αφανίζει», και απογοήτευση, όπου «σταγόνα που δεν έγινες βροχή/αλύτρωτη καρδιάς
αποδοχή/μοιάζεις με θάλασσα χωρίς γιαλό/και μ’ όνειρο που κρίθηκε σαλό» (σελ. 88) και
«φόνευσες της καρδιάς μου το φιλί/π’ αστέγνωτο σου στόλιζε τα χείλη» (σελ. 90).
Η ποίηση της Μαρίας Βρανά Παπάλα ξαφνιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη με δυνατές εικόνες,
όπως όταν γράφει, «κυλούν τα χρόνια/σαν τ’ αγύριστα των ποταμών νερά», ή όταν αναφωνεί,
«και μέσα στο κορμάκι μου το παιδικό/χίλια λευκά πουλιά φτεροκοπούσαν». Με μια ποίηση
διανθισμένη με δημιουργικά πλασμένες λέξεις και αριστοτεχνική χρήση του λόγου, η ποιήτρια
συνεπαίρνει τον αναγνώστη με την μαγεία των εκφράσεων και των εικόνων της, και τον ωθεί
να σκεφτεί, μέσα από την ομορφιά, επάνω στα βασικά ζητήματα της ζωής, αλλά και του τόπου
του.